18 Ιούλ Kριτική Κώστα Γεοργουσόπουλου στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
«Καληνύχτα Μητέρα»
της Μάρσα Νόρμαν
Η αγάπη ωs αγχόνη
Όλο το μεγάλο θέατρο από την αυγή του στην Αρχαία Αθήνα έχει ως θέμα την οικογένεια. Από την «Ορέστεια» του Αισχύλου έως τον Πιραντέλο τον Ο’ Νιλ, τον Ανούιγ, τον Αρθουρ Μίλερ αλλά και τον Ιψεν, τον Στρίντμπεργκ, τον Τσέχοφ, τον Γκόρκι, τον Σίλλερ, τον Μπίχνερ και βέ¬βαια τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο και σε μας εδώ την «Ερωφίλη», τον «Βασιλικό» του Μάτεσι, την «Τρισεύγενη», τη «Στέλλα Βιολάντη», το «Φυντανάκι», την «Εξορία» του Μάτεσι, όλο το έργο του Μανιώτη, του Διαλεγμένου και τόσων άλλων Ελλήνων και ξένων ποιητών του θεάτρου. Και, βέβαια, είναι φυσικό και λογικό η δραματουργία να προσπαθεί να διεισδύσει στα άδυτα της ψυχής των ανθρώπων που συγκροτούν οικογένεια, αλλά έχουν να αντιμετωπίζουν πληθώρα προβλημάτων ψυχολογικών, ηθικών, οικονομικών και υπαρξιακών. Η πλούσια, ανεξάντλητη θεματική πάνω στα οικογενειακά προβλήματα στη σκηνική πράξη μπορεί εύκολα να ταξινομηθεί σε σχέσεις του ζεύγους των συζύγων, στην ύπαρξη τρίτου ανάμεσά τους, στην απειλή της οικογένειας από ποικίλους εχθρούς, θεσμούς, φυσικές καταστροφές και ιδεολογικούς και ηθικούς αντιπάλους, όμως κυρίαρχα θύματα είναι οι σχέσεις πατέρα – γιου, πατέρα – κόρης και μητέρας – γιου, μητέρας – κόρης. Αλλά σίγουρα και οι συχνές αντιδικίες, έριδες και αντιπαραθέσεις μεταξύ αδελφών. Όσον αφορά την τελευταία κατηγορία, συχνά η θεματική έφτασε στα άκρα, αν σκεφτεί κανείς πως αντιμάχονται δίδυμα αδέλφια με διαφορετικές ιδέες και αξίες, ενώ πιθανόν έχουν τις ίδιες ιδιοσυγκρασίες (βίαιες ή ήπιες). Σήμερα θα σταθμεύσω στις σχέσης μάνας και κόρης επ’ ευκαιρία ενός πολύ καλογραμμένου και ευθύβολου έργου της Μάρσα Νόρμαν που παίζεται και θα παίζεται και του χρόνου στο θέατρο Radar στον Νέο Κόσμο, ένα θέατρο που συνεχώς μας εκπλήσσει θετικά και με τις επιλογές ρεπερτορίου και με την υπεύθυνη σκηνική προσέγγιση. Χωρίς αμφιβολία η σύγκρουση μάνας και θυγατέρας μάς οδηγεί στα μεγάλα ποιητικά θεατρικά θηρία της τραγωδίας. Η εκρηκτική σχέση π.χ. Κλυταιμνήστρας, Ηλέκτρας και στον Αισχύλο και στον Σοφοκλή και στον Ευριπίδη (και είμαστε ευτυχείς γι’ αυτή τη διαφορετική προσέγγιση του θέματος από τρεις ιδιοφυίες) είναι αρχετυπική και αναλύεται σε καθέναν από τους τρεις δραματουργούς από άλλη σκοπιά και άλλη γωνία λήψης και άλλο ιδεολογικό και ηθικό υπέδαφος. ΚΑΝΩ ΕΝA ΑΛΜΑ για να φτάσω στον Ο’Νιλ που γράφει πάνω στα χνάρια του Αισχύλου και του Ευριπίδη τη δική του εκδοχή στο «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Ο Ο’Νιλ έχει στη συνείδησή του τον Φρόιντ και έτσι οι σχέσεις των δύο γυναικών περνούν και μέσα από τα αμοιβαία ερωτικά δίκρανα, αντιζηλίας και επιθυμίας του ίδιου άντρα… Λίγο ώς πολύ όλοι οι μεγάλοι δραματουργοί σκύβουν σ’ αυτή τη σχέση και ο Σαίξπηρ και ο Λόπε και ο Μολιέρος, Είναι όμως ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός πως δεν έχει απασχολήσει το πρόβλημα σχέσης μητέρας – κόρης με τόση έκταση και ένταση όσο οι σχέσεις πατέρα – κόρης και μητέρας – γιου, ίσως διότι ήταν το κυρίαρχο πρόβλημα στον Φρόιντ και στους επιγόνους του. Δεν θέλω όμως να αφήσω ασχολίαστο το θέμα που μας υποχρεώνει να δούμε τη σχέση μάνας – κόρης σε κάποιες θεατρικές δημιουργίες. Και γίνεται αυτό λογικά κατανοητό, διότι εμφανίζεται σε κοινωνίες όπου υπόγεια λειτουργεί ένα μητριαρχικό μοντέλο σχέσεων, όταν στην επιφάνεια κυριαρχεί η αυταρχική μορφή του πατέρα. Στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα η σχέση μάνας με τις κόρες της καταγράφεται με μια σειρά απαγορεύσεων που βέβαια, ανάγονται σε μια ηθική μιας κοινωνίας κλειστής. Από την άλλη στο έξοχο έργο του Παντελή Χορν «Φλαντρώ» η μητέρα αντιδικεί ερωτικά με την κόρη της για τον ίδιον άντρα. Ένα από τα καίρια προβλήματα που ανέλυσαν και οι ψυχαναλυτές είναι η ασφυκτική, αποπνικτική αγάπη της μάνας προς την κόρη (και τον γιο). Η ασφυξία που προκαλεί η αρρωστημένη αυτή σχέση έχει συχνά να κάνει με φοβίες κοινωνικές και την αποφυγή παγίδων ερωτικών. Είναι όμως και η προσπάθεια της μητέρας να προφυλάξει την κόρη από σχέσεις, παγίδες, αδιέξοδα που χρειάστηκε η ίδια η μητέρα να βρει τον δρόμο της. Έτσι υψώνει τείχη, αποκλείει διεξόδους, καρφώνει πορτο-παράθυρα και χρησιμοποιεί το «άσυλο» του οίκου ως ποντικοπαγίδα Η συνεχής αυτή απογύμνωση της κόρης από κάθε προσωπική αρματωσιά, από τη γνώμη της, το γούστο της, τις αξίες της, ακόμη και τις ελπίδες και τα όνειρά της την καθιστά ένα αντικείμενο. Αυτό εξετάζει ο Ιψεν στο «Κουκλόσπιτο», η ηρωίδα του είναι μια κούκλα που χειρίζεται κατά το δοκούν ο πατέρας της και στη συνέχεια ο άντρας της. Και δραπετεύει η Νόρα από το κλουβί ενός σπιτιού-τσίρκο που η κόρη είναι το τιθασευμένο θηρίο που εκτελεί ασκήσεις υπακούοντας σε εντολές. Αυτό όμως συμβαίνει σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπως η προτεσταντική Νορβηγία. Αλλά στον ισπανικό ή τον ελληνικό, ιταλικό Νότο και στη μητριαρχική αμερικανική επαρχία, κυρίως η μητέρα ντρεσάρει την κόρη ώστε να αποφύγει τις παγίδες που εκείνη, η μητέρα, δεν απέφυγε και να αμύνεται σ’ έναν κοινωνικό κλοιό που έχουν δημιουργήσει οι άντρες. Στο έργο της Νόρμαν που έχει βραβευτεί με το βραβείο Πούλιτζερ (1983) η αυταρχική μητέρα έχει αφαιρέσει από την κόρη της κάθε πρωτοβουλία, ακόμη και τη διάθεσή της να ασχοληθεί με τη λάτρα του σπιτιού. Βέβαια έχει ήδη ευνουχιστεί, έχει αποκλειστεί από τη σκέψη πως είναι γυναίκα, ερωτεύσιμη, που η φύση την καλεί να σμίξει με έναν σύντροφο, ακόμη και για να εκτονώσει το φυσικό ηφαίστειο που αναζητεί διέξοδο. . Με μια άλλη οπτική, όταν η μητέρα έχει αλλοτριωθεί ως άτομο για να μεγαλώσει, να ντρεσάρει και να προστατεύσει την κόρη της, έχει και η ίδια στερηθεί τη χαρά της ζωής, απαιτεί με τη συμπεριφορά της να της ανταποδώσουν τα τροφεία. Αφού ξόδεψε τη ζωή της υπηρετώντας την κόρη, η κόρη οφείλει να ξοδέψει τη δική της υπηρετώντας τη μητέρα της. Στο έργο της Νόρμαν η μητέρα διατυπώνει την άποψη πως η κόρη της μπορεί να αποκτήσει την αυτονομία της όταν εκείνη, η μητέρα, θα αποδημήσει. Όταν λοιπόν ο μητρικός ομφάλιος λώρος γίνεται θηλιά για την κόρη της που ήδη έχει αλλοτριώσει κάθε θεμιτή (και, γιατί όχι, κάθε αθέμιτη) επιθυμία, δεν έχει παρά να καταφύγει σ’ έναν άλλον λώρο που, αντί να συντηρεί μια δουλική εξάρτηση, απελευθερώνει την αυτοχειρία. Πράγματι σε τέτοιες ασφυκτικές εξαρτήσεις ως μόνη λύση, άρα ως μόνη ελευθέρας βούλησης απεξάρτηση είναι η αυτοχειρία. Προσωπικά δεν αποδέχομαι αυτή τη λύση, όσο τυραννική κι αν είναι η ζωή αλλά προσπαθώ να κατανοήσω τέτοια απονενοημένα διαβήματα. Στο θέατρο Radar, που έχει ιδρύσει και με αγάπη συντηρεί η Αναστασία Παπαστάθη, πάντα συναντά κανείς ένα απόλυτο σεβασμό στη γλώσσα και το ήθος της θεατρικής ιστορίας. Καμιά προσπάθεια εντυπωσιασμού, καμιά ζαβολιά, καμιά παραπλάνηση του κοινού. Εν πρώτοις υπάρχει ένας σεβασμός προς τον λόγο. Γιατί ο λόγος, η λογική αρχιτεκτονική ενός θεατρικού επιχειρήματος, αλλά και η εξέλιξη ενός χαρακτήρα, είναι η πανάρχαια προίκα του θεάτρου. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η καθαρότητα των μέσων της παραστατικής συνθήκης. Η Παπαστάθη είναι σκηνοθέτης που προέρχεται από την υποκριτική, από την εμπειρία της σκηνής. Συνάμα είναι και μορφωμένη γυναίκα με την έννοια πως γνωρίζει τη σύγχρονη και την παλιότερη δραματουργία. Και μεταφράζει, όπως στο έργο της Νόρμαν, με έξοχα ελληνι κά θεατρικό ρυθμό προφορικού λόγου. Στην παράσταση που αναφέρομαι έχει κάνει και τους φωτισμούς- υποβλητικοί. Και βέβαια πρωταγωνιστεί στον ρόλο της κόρης. Με μια εσωτερικότητα αληθινά τέτοια ώστε να δικαιολογεί η θλίψη της το απονενοημένο διάβημά της. Δίπλα της η μεγάλη κυρία του θεάτρου μας, η Μαρία Σκούντζου. Το απόλυτο θεατρικό κύρος, η πυκνή υποκριτική φόρτιση, η απελπισία του χαμένου και το πείσμα του εγωιστή. Έξοχη η μουσική του Φορτούνα και ο σκηνικός χώρος της Πανούτσου. Συνταρακτική παράσταση ενός έργου που μας αφορά όλους καίρια.